αψιδώ
Смотреть что такое "αψιδώ" в других словарях:
αψίδωση — η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ ( ώνω)] κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδων νεοελλ. κύρτωση, κάμψη … Dictionary of Greek
αψιδωτός — ή, ό (AM ἁψιδωτός, ή, ό) [αψιδώ ( ώνω)] κυρτωμένος σε σχήμα αψίδας αρχ. (για τροχούς) αυτός που έχει στεφάνη … Dictionary of Greek
αψιδώνω — (AM ἁψιδῶ, όω) κάνω κάτι σαν αψίδα, κάμπτω νεοελλ. βάζω αψίδα στον τροχό της άμαξας … Dictionary of Greek