αψιδώ

αψιδώ
(ο ) см. αψιδώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αψιδώ" в других словарях:

  • αψίδωση — η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ ( ώνω)] κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδων νεοελλ. κύρτωση, κάμψη …   Dictionary of Greek

  • αψιδωτός — ή, ό (AM ἁψιδωτός, ή, ό) [αψιδώ ( ώνω)] κυρτωμένος σε σχήμα αψίδας αρχ. (για τροχούς) αυτός που έχει στεφάνη …   Dictionary of Greek

  • αψιδώνω — (AM ἁψιδῶ, όω) κάνω κάτι σαν αψίδα, κάμπτω νεοελλ. βάζω αψίδα στον τροχό της άμαξας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»